μαυρειδερός

μαυρειδερός
και μαυριδερός, -ή, -ό (Μ μαυριδερός, -ή, -όν)
μελαχρινός, με σκούρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. -ειδερός (< -ειδής*). Η κατάλ. -ιδερός είναι άλλη μορφή τής κατάλ. -ειδερός, που είναι η ορθή (πρβλ. ασπρ-ιδερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μοροατσίγγανος — και Μοροατζίγγανος, ὁ (Μ) μαυρειδερός γύφτος ή μουντζουρωμένος από τη συνηθισμένη δουλειά τού σιδερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μόρος + Ἀτσίγγανος / Άτζίγγανος] …   Dictionary of Greek

  • ασπρειδερός — και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, ή, ό αυτός του οποίου το χρώμα είναι σχεδόν άσπρο, ο υπόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + ειδή, η («πρόσωπο») + (κατάλ.) ερός (πρβλ. μαυρειδερός) η γραφή ασπριδερός δεν δικαιολογείται ετυμολογικά] …   Dictionary of Greek

  • επίπερκνος — ἐπίπερκνος, ον και ἐπίπερκος, ον (Α) [περκνός] μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν] οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • επιμέλας — ἐπιμέλας, αινα, αν (Α) [μέλας] (για καρπό) σκούρος στην επιφάνεια, μαυρειδερός …   Dictionary of Greek

  • μαυριδερός — ή, ό βλ. μαυρειδερός …   Dictionary of Greek

  • μαυρούτσικος — και μαυρούτζικος, η, ον και μαυρουτζικός, ή, όν (Μ) μαυρειδερός …   Dictionary of Greek

  • μαυρώνω — (ΑM μαυρῶ, όω, Μ και μαυρώνω) μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνω μσν. 1. σκοτεινιάζω 2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος, η, ον μαυρειδερός, μελαψός αρχ. 1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν …   Dictionary of Greek

  • μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • μελάμβροτος — μελάμβροτος, ον (Α) 1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βροτός (πρβλ. αλεξί μβροτος, ημί βροτος)] …   Dictionary of Greek

  • μελανής — ιά, ί [μελάνι] αυτός που έχει το χρώμα τής μελάνης, μαυρειδερός, μελανός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”